προτελώ

προτελώ
-έω, Α [προτελής]
1. πληρώνω ως φόρο
2. πληρώνω, δαπανώ εκ τών προτέρων («ἔδει γὰρ προτελέσαι τι πρὸς τὰς θυσίας», Λουκ.)
3. δανείζω εκ τών προτέρων
4. προμυώ, προπαρασκευάζω κάποιον για ένα μυστήριο («ψυχὴ προκαθαίρεται ὥσπερ ἐν ἱεροῑς προτελουμένη», Αριστείδ.)
5. εκτελώ κάτι εκ τών προτέρων («κάθαρσίν τινα δεῑ προτελέσαι τήν γυναῑκα», Αλκίφρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη …   Dictionary of Greek

  • προτέλεσις — έσεως, ἡ, Α η προφητεία τού μέλλοντος και τής τύχης τού ανθρώπου από τους αστέρες, αστρομαντεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προτελῶ «εκτελώ προηγουμένως»] …   Dictionary of Greek

  • προτέλεσμα — έσματος, τὸ, ΜΑ [προτελῶ] προτέλεσις* μσν. πρότερη καθιέρωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”