- προτελώ
- -έω, Α [προτελής]1. πληρώνω ως φόρο2. πληρώνω, δαπανώ εκ τών προτέρων («ἔδει γὰρ προτελέσαι τι πρὸς τὰς θυσίας», Λουκ.)3. δανείζω εκ τών προτέρων4. προμυώ, προπαρασκευάζω κάποιον για ένα μυστήριο («ψυχὴ προκαθαίρεται ὥσπερ ἐν ἱεροῑς προτελουμένη», Αριστείδ.)5. εκτελώ κάτι εκ τών προτέρων («κάθαρσίν τινα δεῑ προτελέσαι τήν γυναῑκα», Αλκίφρ.).
Dictionary of Greek. 2013.